- εὐκοινόμητις
- εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ,A deliberating for the public weal,
ἀρχά A.Supp. 700
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχά A.Supp. 700
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] … Dictionary of Greek
εὐκοινόμητις — deliberating for the public weal nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)